- προτιμία
- προτῑμ-ία, ἡ,A preferring in honour, high honour, Max.Tyr. 2.5; εἰς τὸ θεῖον paid to . ., SIG601.17 (Teos, ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προτιμία — ἡ, Α [πρότιμος] προτίμηση ή εξαιρετική τιμή στην απονομή τιμητικής εκδήλωσης («εἰς τὸ θεῑον προτιμία», επιγρ.) … Dictionary of Greek
προτιμίαν — προτιμίᾱν , προτιμία preferring in honour fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπροτιμία — ἡ, Α φιλοπρωτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + προτιμία (< πρότιμος «άξιος περισσότερης τιμής από κάποιον άλλο»)] … Dictionary of Greek